- συμφωνιακός
- -ή, -όν, Α [συμφωνία]1. συμφωνικός2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συμφωνιακήποικιλία τού φυτού υοσκύαμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμφωνιακῆς — συμφωνιακός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)